- μαζοποιώ
- (Μ μαζοποιῶ, -έω) [μαζοποιός]νεοελλ.μεταβάλλω κάτι σε μάζα, σε φύραμαμσν.παρασκευάζω ψωμί από κριθαρένιο αλεύρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
μαζοποίηση — η η μεταβολή σε μάζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαζοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek